συγκαθεύδω

συγκαθεύδω
συγκαθ-εύδω, [tense] fut. -ευδήσω,
A sleep with, τούτῳ θανοῦσα ξ. A.Ch.906; esp. of sexual intercourse,

σ. τινί Cratin.279

, Ar.Ec.1009, Pl.Lg.838b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγκαθεύδω — ΜΑ 1. κοιμάμαι μαζί με άλλον 2. συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθεύδω «κοιμάμαι, πλαγιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκάθευδον — συγκαθεύδω sleep with imperf ind act 3rd pl συγκαθεύδω sleep with imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαθεύδομεν — συγκαθεύδω sleep with imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκαθεύδομεν — συγκαθεύδω sleep with imperf ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκάθευδε — συγκαθεύδω sleep with imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκάθευδεν — συγκαθεύδω sleep with imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκάθευδες — συγκαθεύδω sleep with imperf ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύδω — εὕδω (ΑΜ) κοιμάμαι (α. «ὁππότ ἄν αὖτε εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κοιμούμαι τον ύπνο τού θανάτου 2. κοπάζω, παύω, ησυχάζω (α. «ὄφρ εὕδῃσι μένος Βορέαο» για να πέσει η ορμή τού Βοριά, Ομ. Ιλ.) 3. (για τον νου ή την καρδιά) είμαι ήσυχος …   Dictionary of Greek

  • συγκαθεύδησις — ήσεως, ἡ, Α [συγκαθεύδω] σαρκική ένωση, συνουσία …   Dictionary of Greek

  • ξυγκάθευδ' — ξυγκάθευδε , συγκαθεύδω sleep with imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”